Κάνω αρχή στο βιβλίο των ηρώων του δρόμου
κι απλά βουτάω τη βελόνα μου μες στο μελάνι
ρίχνω το φταίξιμο στο κάψιμο του αριστερού μου ώμου
και στον ήρωα που μου 'φερε και τούτο το ντουμάνιστέλνω σήματα καπνού στης γης τα πέρατα
στα μυαλά που ταξιδεύουν, στις ψυχές που ζουν στο χώμα
σ'όσους κρύβουν, σαν κι εμένα, μέσα τους τέρατα
που δεν έπαψαν και παίζουν ακόμα
θα μεταλάβω με νερό και φωτιά από την Αυλώνα
και θα χτίσω στο τραγούδι μου μια ψευδογέφυρα
όταν γελάν οι ποιητές που γκρέμισαν τη Βαβυλώνα
να με στέλνει μεταγωγή στην Κέρκυρα
άφησα πίσω το ποτάμι απ'τη ζεστή λιωμένη πίσσα
και τον κόσμο τον αγκάθινο τον μουσαντένιο
θα νανουρίζω τη σκιά μου στην οδό Τοσίτσα
αφού η ψυχή μου δεν χωράει σ'ένα τάσι μπακιρένιο
θα ζωγραφίζω, τους αγίους των εξαρχίων
με κάρβουνο αναμμένο ξεκομμένο απ'τα μυαλά μου
κι όταν θα με τραβάνε για εξακρίβωση στοιχείων
θα 'ναι καμμένα όλα τα ακροδάχτυλα μου
θα στήσω δυο μνημονικά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας
το ένα του Γρηγορόπουλου το άλλο του Καλτεζά
να θυμίζει σ'όποιον μπάτσο την είδε άντρας
πως στο σχολείο τους είχαμε όλους στην καρπαζιά
θα γράψω στίχους μετανάστες στα γραφεία της Δεληγιάννη
και θα χτίσω το τζαμί μου Αχαρνών και Μαγνησίας
να κατέβω ως την Πάτρα και μες στο λιμάνι
θα εκτίσω μια ποινή, πάλι ως αντιρρησίας
θα νοικιάσω μία γιάφκα κάπου στη Δαμάρεως
και τα χτυπήματα μου θα 'ναι ραδιοφωνικά
να μη με δέσουν και με σέρνουν
ξανά μες στην Λουκάρεως
αφού ο μετρονόμος δεν διώκει ποινικά
θα κουβαλάω μαζί μου πάντα το μπόγο μου
απ'τα κελιά των Γρεβενών ως την Αγιά της Κρήτης
θα υποστηρίζω, όχι σαν άλλους, τη ζωή μου με το λόγο μου
όπως θα γούσταρε να κάνω κι ο Δημήτρης.