Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Βρώμικος Νότος - Αναμνήσεις



Κουρσάρος:

Θέλω να ζωγραφίσω μια σελίδα
να βάλω χρώμα γαλανό μήπως και ταξιδέψω
να πάω πίσω στο χρόνο
εκεί που με φωνάζει η μάνα μου απ'το δρόμο
"έχει και αύριο παιχνίδι" λέγοντας
να πάω πίσω στην παλιά τη γειτονιά
ανατολικά προάστια του Ηρακλείου
στα χρόνια του σχολείου
που υπάρχει αθωότητα βαθιά μες στην καρδιά
μίσος και φόβος, άγνωστες λέξεις ακόμα
θυμάμαι κλέφτες κι αστυνόμους παίζαμε
και στου γυψάδικου τρέχαμε τις αλάνες
θυμάμαι βόλτες μακρινές με τα ποδήλατα
μεγάλων συμβουλές να λένε ν'αποφεύγω τ'αυτοκίνητα
σ'ένα παγκάκι έγραψα μία φορά
πως όταν μεγαλώσω θα 'θέλα να γίνω καλός άνθρωπος
τι ειρωνία, που μεγαλώνω κι ολοένα αποξενώνομαι
μια πέφτω, μια σηκώνομαι
στο τέλος αναλώνομαι σε μια σελίδα
που με χρώμα πάντα ξεκινά μα καταλήγει γκρίζα

Ιανός:

Κινούμαστε ελεύθεροι μα μέσα σε εισαγωγικά
για αυτό τα μάτια μας τα ζώσαμε με εκρηκτικά
βγαλμένοι από καλούπια αμαρτωλά
ήρωες σαν κλειστοί στόχοι κινούμενοι
σαν σχέδια για παιδιά
που παίζουν ανέμελα στα χρόνια της χολέρας
άλλο ένα απόγευμα μιας τσιμεντένιας μέρας
πολύχρωμες ενέδρες
στήσανε κουτιά, μέσα δεν πέσαμε
παρόλο που οι γύρω μας, μας λέγαν τα μισά
είχαμε το νου μας
τ'άλλοθι του παιδιού μας έφυγε νωρίς
μα όλο το πίσω μέρος του μυαλού μας
έμεινε να φιλοξενεί ένα μπόμπιρα ακόμα
ρούχα γεμάτα χώμα και χέρια μες στο χρώμα
στην εικόνα του 21ου αιώνα
παιδιά σποράς του '80 βλάστησαν μες στον αγώνα
τα 'βαλαν με όσους επιβάλαν το δικό τους
οι ίδιοι συνεχίσαν το κρυφτό
μα πίσω απ'το δάχτυλο τους μείναν
γίναν οι αλάνες μας οικόπεδα
και φίλοι όπως ήρθαν, έτσι φύγαν
είναι η ώρα που πονάς
μέσα σ'ανθρωποφάγους λεωφόρους τριγυρνάς χωρίς σκοπό
μου 'παν να μην παίρνω τίποτα από ξένους
"θα βγει σε κακό"
είδες πως τα 'φερε ο χρόνος
ένας ξένος έγινα κι εγώ
στην εξάρτηση του αύριο που λέτε όνειρα
δίπλα μου νεράιδες αλήτισσες γελάνε πονηρά

Aim:

Γουλιά, γουλιά πίνω αδερφέ μου τη ζωή
κάθε βραδιά ο νους μου γυρνά
σε μέρη που 'χουν αλλάξει πια ριζικά
στη σκέψη μου αναμνήσεις
που το χέρι σου αν απλώσεις νομίζεις ότι θ' αγγίξεις
πρόσωπα σβησμένα από το παρελθόν
αλλά και πρόσφατα χαμένοι που δε δηλώνουν παρών
αφήνω τη σκέψη μου ελεύθερη, δηλώνω απών
από τον κόσμο συντηρητικών καιρών, φανταστικών
προτιμώ να ζω με τις αναμνήσεις των κάποιων χρόνων
με βιβλία παραμυθιών σε μάχες δράκων και δαιμόνων
σ'αξίες που χαθήκαν με το πέρασμα των χρόνων
σ'αλήθειες που μας λέγαν για το σαπισμένο φόνο
τώρα τα χέρια μας δύναμη έχουνε
μα το μυαλό μας γεμάτο φθόνο
επικρατεί η λογική
"σε τρώω για να επιβιώνω"
καταφύγιο βρίσκω μέσα σε σκέψεις και ρίμες χώνω
δύναμη παίρνω από τα γραπτά μου
όταν το χαρτί μουτζουρώνω
κι απλά βαδίζω μες στο χρόνο
κι απλά βαδίζουμε στο χρόνο

Προπάτωρ:

Μείνε για λίγο μη μου φεύγεις
ό,τι έμεινε από σένα προσπαθεις να μου το καταστρέψεις
κι είναι λίγο
όσο κι αν προσπάθησα να μείνω
στο ίδιο έργο, ίδιο σημείο κάνω παύση
πάντα τα ίδια λάθη
μα εικόνα γνώριμη είναι απάτη
απ'την πρώτη στιγμή που θα σηκωθώ απ'το κρεβάτι
καλημέρα
ζεστός καφές στην παγωμένη μέρα
μαλακώνει τις αισθήσεις μου για να τα βγάλω πέρα
και εικονικά κάνω ταξίδια στις αναμνήσεις μου
αφού ο τρόπος μου επιβάλει να τη βγάζω πάντα οικονομικά
παιδί με τσαμπουκά με θυμάμαι
σου έπιανα το χέρι και σου έλεγα τα βράδια
"δε φοβάμαι" μητέρα
πέρα ως πέρα τον κόσμο μου, σου είχα πει
πως θέλω να γυρίσω μέσα σε μια μέρα
και δεν άργησα, στα 17 είχα σαλπάρει
χαιρέτησα το Μάνο, τον Αλέξη και το Χάρη
θέλει πείσμα γαμώτο
ιδρώτα, ζάρι
τον εαυτό σου ακέραιο από αναμνήσεις
να γυρίζεις πάλι

Κυριακή 22 Μαΐου 2011

4HE - Μη μου λες πια



Νούλης:

Ακολουθώ ό,τι ψυχικά με χαλαρώνει
τον τελευταίο καιρό ξέφυγε το τιμόνι
και μ'αγχώνει
το γεγονός ότι μπορεί μια μέρα να γυρίσω
και να βρω πως τελικά είμαστε μόνοι
προσπαθώ να βρω ποιο είναι το μικρόβιο
που μέρα με τη μέρα με σκοτώνει, μας σκοτώνει
όσο και να μη θες να το πιστέψεις
αυτή είναι η αλήθεια
μήπως δεν γνωρίζεις
πως σου έχει γίνει μια κακιά συνήθεια
χαμόγελα και σκηνικά όπου σε κάνανε
να νιώθεις μέσα σου πιο σίγουρα
μα σίγουρα
γνώριζες τις συνέπειες μου
πίσω απ'ό,τι έκανες θα σε περίμεναν
χάνεις τη γη κάτω απ'τα πόδια σου
όταν αντιλαμβάνεσαι το τι θα γίνει
ποιος και τι βρίσκεται δίπλα σου
να σου χαρίσει
μια ευχάριστη είδηση
μια ελπίδα να σου δώσει
για την επόμενη σου κίνηση

Μη μου λες πια
ξέρω τι θέλεις να μου πεις
είναι δύσκολο
κάτι που σε πονά ν'αποδεχτείς
σκλάβος στην πρόσοψη της πραγματικότητας
κι ας βλέπω πως υπάρχει
δυνατότητα να φύγω κι όμως μένω

Cannibal Soul:

Μοναξιά μου
κάτω απ'τον ήλιο εγώ και η σκιά μου
στην αγκαλιά της νύχτας θα με βρεις
με την ψυχή μου να σκαλίζω στα όνειρά μου
έχω τα άκρα μου απλωμένα
μα δεν φτάνουν ως τα αστέρια για να τα πιάσουν
φτωχά θα 'ναι τα λόγια σου να εκφράσουν όσα νιώθω
όσα νιώθω είναι κοτρόνες κοφτερές
που θα μπορούσαν, τη βιτρίνα που στολίζει
κάθε ψεύτικο χαμόγελο με μια χεριά να σπάσουν
μη μου λες κατάλαβα ήδη πως
κατά καιρούς τα συναισθήματα σου αδειάζουν
όσα θέλεις να μου πεις δεν με βοηθάν
αλλά με κάνουν να πιστεύω
πως εδώ που έχω φτάσει
μ' αναγκάζεις να μονιάσω με όσα δεν με ωφελούνε
μ' όσα με κρατάνε στάσιμο
σαν να κοιτάς από τον πάτο ενός βυθού
στην επιφάνεια ψάχνωντας για ένα περαστικό πουλί
που ίσως σου θυμίζει ελευθερία
μακριά απ'το άσχημο περιβάλλον
που μ'αναγκάζει να πηγαινοέρχομαι
στην ίδια πορεία
με την ίδια απορία
υπάρχουν αλλά γιατι δεν εκμεταλεύομαι κάθε ευκαιρία?
ξέρω πως μαθαίνεις τη ζωή
από τη άσχημη πλευρά της
για να πεις πως έχεις μια εμπειρία

Μη μου λες πια
ξέρω τι θέλεις να μου πεις
είναι δύσκολο
κάτι που σε πονά ν'αποδεχτείς
σκλάβος στην πρόσοψη της πραγματικότητας
κι ας βλέπω πως υπάρχει
δυνατότητα να φύγω κι όμως μένω

Πέμπτη 12 Μαΐου 2011

Τα Μάτια των Πνιγμένων - Μια στιγμή πριν φύγω



Άυλος:

Είναι φορές που ότι κι αν πεις δεν έχει ουσία
τυπικά το πως περνάς καλά και γω ματώνω ακόμα
πάρε σιωπή δωσ' μου χειμώνες, αγκαλιές
στο λάκκο μου ρίξε λιγάκι ακόμα χώμα, σβήσαν χρόνια
κι είναι ευτύχημα το πως ελπίζω ακόμα και επιζώ
θες να σου πω τι σκέφτομαι και τι ζητώ
κάθε ξημέρωμα κενά μπαλώνω ακόμα με αλκοόλ και με καπνό
φέρνω τις μέρες, τις στιγμές των αδερφών μου το χαμό
και δεν ξεχνώ ίσως ακόμα καταστρέφομαι με σκέψεις κι εμμονές
γαμώ χαμένες ώρες, μέρες
μόνος πάντα τριγυρνώ σε σκοτεινές γωνιές
στις ίδιες γειτονιές, στην ίδια κόλαση
εκεί που οι στιγμές παίρνουν παράταση
ματιές παγώνουν απ' του νου τη διάσπαση
μ' ήξερες λίγο κι από τη καλή
μου πες να δώσεις λίγο χρώμα στη ζωή μου
μα μετάνιωσες πριν από τη στροφή
πάλι στη σιωπή, πάλι στη απόγνωση μ' ένα γιατί
μόνοι και μαζί θα το δεις ότι το τέλος θα ναι λύτρωση, γιορτή
είμαστε απλώς παράσιτα μες στο βοή
κι ανώνυμα στο πλήθος σβήνουμε τελείες μες στο άπειρο
σαν κάτοικοι αφιλόξενοι στης μοναξιάς τον οίκο, δεν ανήκω πουθενά
κι έχω ένα κώδικα πιο πάνω απ τα επίγεια δεσμά
μηδέν εφτά, μηδέν εφτά

Άψινθος:

Άραξε λίγο
περπάτησε στον ίσκιο μου μιας και χαιρέτησες
ένα λεπτό έχω πριν να φύγω
δεν ξέρω αν παίζει να με ξαναδείς, πολλά ρωτάς
δεν έχεις χρόνο να μ' ακούσεις, το δρόμο μου συνεχίζω
κάτι τρέχει λένε με το Μήτσο
μα δεν ξέρω ούτε και γω από που ν' αρχίσω
ίσως να χω βαρεθεί αυτή τη κατάσταση
ρουτίνα να το παίζω λογικός σε μια αρρωστημένη παράσταση
υποκρίνεσαι, στα μάτια δεν κοιτάς συνοδοιπόρε
πόλη αφήνεσαι, θωρακισμένη σε κάθε μου λέξη αμύνεσαι
αντί να δίνεσαι
σ' έχει καταπιεί η συνήθεια ένα και τ' αυτό
μ' αυτό που σιχάθηκες γίνεσαι
στη ζούγκλα της ωμότητας 010 αναζήτηση ταυτότητας στο φως μου
φωνές πληθαίνουν στον εγκέφαλό μου
κάθε γνώριμο πρόσωπο βλέπω εχθρό μου
και είναι σιωπές που κρύβουν στον εαυτό μου
παγωνιά και μ' αρρωσταίνουν φίλε πες μου
κουράστηκα ν' αιμορραγώ στις αναμνήσεις του φυλακισμένου
ελέγχοντας ανάσες, κινήσεις, προθέσεις να μην προδοθώ ποτέ μου
στην απεγνωσμένη μου προσπάθεια να ζήσω
για ν' αράξω κάθε ακμάδα μου
που να με καταλάβεις και να νιώθεις κάθε αράδα μου
σ' ένα μυαλό κελί περνάνε άσκοπα τα βράδια μου
θέλεις να μάθεις τα καινούρια πλάνα μου
τι περιμένεις, εύκολες κουβέντες να σου πω να διασκεδάσεις τη κατάντια μου
δεν παίζει, τι να μου κάνει ένα φιλί ή μια εφήμερη σχέση
καχύποπτος όσο δεν παίρνει θέση
δεν έχω πια νέα, μοναχικός δεν ψάχνω για παρέα
τελευταία δεν είμαι καλά, σιωπηλός γυρίζω μόνος, μόνος στα κλεφτά
στη γύρα, ραντεβού πίσω από τις εργατικές κι η ώρα πήγε εφτά
λίγα τα λεφτά, κι η επιβίωση πουτάνα που δεν παίρνει ψιλά
μάνα μια βόλτα θα βγω για να τσεκάρω κάποια σκηνικά
μην περιμένεις μαζί για να φάμε θα γυρίσω αργά
σου λέω έχω στο κεφάλι μου πολλά
βρώμικα χέρια και συνείδηση βαριά
δεν έχω μέλλον στο δρόμο που μ' οδηγεί στο πουθενά
φαινομενικά εντάξει, επιδερματικά τα πράγματα κυλάνε υποτονικά
τ' αδέρφια μου παιδιά μέσα στου κούκου τη φωλιά
ξεσπάω βράδια πάνω από λευκά χαρτιά
σ' ένα δωμάτιο που πνίγει την αγάπη μου ασφυκτικά
ή σε μια κάμαρα, φίλοι απ' τη γειτονιά γίνανε γράμματα χρυσά
σε λευκά μάρμαρα εικόνες, δύο μέτρα από τη γη κι από κάτω τα τάρταρα
με πιάνω να θυμάμαι φάσεις περπατώντας μόνος μες στην Αλεξάνδρας τα χαράματα
πυκνή βροχή τα μάτια, ραγισμένο γυαλί
γάματα, τσιγάρο για τις στάσεις, οικογένεια ξένη

ο έρωτας φεύγει, πολλά τα λόγια πολλές πράξεις
είμαι ο ίδιος που δεν άλλαξε ποτέ και δεν χρειάζομαι συστάσεις

Αλλοπρόσαλλος:

Τώρα τελευταία, πιστεύω πως δεν θέλεις πια να κάνουμε παρέα
τώρα τελευταία, μουδιάζω λες και δέρμα αλλάζω
φτύνω παριστάνοντας κάποιο παράνομο και περπατάω
πάω στο κέντρο σας που 'χει γεμίσει αφίσες
τα μυαλά σας απλωμένα σε κάθε κωλότοιχο που ακουμπάω
δεν υποβαθμίζω ούτε λεπτό, τα φιλιά μου στο μικρόφωνο
ακραίοι fc, κατεβάζω σύνδεσμο
ας μην με πας δεν με νοιάζει, πάλι βάρος κουβαλάω
δεν έχω που να πάω, δεν έχω που να πάω
ωωωω, νομίζεις πως μπατάρει η φάση ε;
ομοφυλόφιλε μετά από πολύ καιρό γκρεμίζει με κουπλέ φλώρε
το κλείνω σαν το σούρουπο βαρύ λουκέτο πάνω απ' το ψυχωτικό μινόρε

ΔΠΘ:

Σε κάποια στάση με βρίσκει το μούχρωμα
μούσκεμα, κάπου στη μέση του πουθενά
σβήνει ο προτζέκτορας πέφτουν τα φώτα
κι η αυλαία έκλεισε το σινεμά
ένα αντίο, κι ο δρόμος που χώρισε την πόλη στα δύο
μοιάζει τώρα απέραντο τοπίο
μην φοβάσαι θα παγώσεις
κι εσύ, ήδη τα δόντια μου πονάνε από το κρύο
ε που πας; μη με ρωτάς
τελικώς η ζωή είναι ένα μεγάλο αστείο μα δεν βλέπω να γελάς
ένα αντίο
προσωρινά από μας ένα αντίο
προσωρινά από μας ένα αντίο